- ιχθυοπαραγωγή
- ἡ1. η ετήσια παραγωγή ψαριών ενός τόπου2. το σύνολο τών ψαριών που διατίθενται στο εμπόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek
Κουμπάν — (Kuban). Ποταμός (940 χλμ.) της Ρωσίας, στην περιοχή Σταυρούπολης και Κρασνοντάρ. Πηγάζει από την οροσειρά του Καυκάσου. Σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Ουλουκάμ και Ουτσκουλάν και εκβάλλει στον κόλπο Τεμριούκ της Αζοφικής θάλασσας. Έχει… … Dictionary of Greek
Κουρλάνδη — (Kurland). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 26.000 τ. χλμ.) της βορειοανατολικής Ευρώπης, στην ακτή της Βαλτικής θάλασσας, στις δυτικές όχθες του κόλπου της Ρίγα και ΝΔ του ποταμού Ντβίνα. Σήμερα αποτελεί το δυτικό μέρος της Λετονίας. Αναφέρεται … Dictionary of Greek
Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… … Dictionary of Greek
Σχοινιάς — Ακατοίκητο νησί στο νομό Αιτωλίας και Ακαρνανίας, μπροστά στο Μεσολόγγι, στο δήμο του οποίου και υπάγεται (υψόμ. 5). Παλιότερα η περιφέρεια του λειτουργούσε ως ιχθυοτροφείο με μεγάλη ετήσια ιχθυοπαραγωγή … Dictionary of Greek